Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύγαιος — εὔγαιος, ον (Α) βλ. εύγειος … Dictionary of Greek
εύγειος — εὔγειος, ον (ΑΜ), Α και εὔγαιος, ον) αυτός που έχει καλό, εύφορο χώμα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὔγειος η εὔφορη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γειος (< γαία, γη), πρβλ. έγ γειος, υπό γειος] … Dictionary of Greek